Το «πώς» και το «γιατί» της αφύσικης καταστροφής
Οσα συνέβησαν στη Μάνδρα και τη Νέα Πέραμο στοιχειώνουν μια ολόκληρη χώρα. Ανθρωπογενείς παράγοντες -μπαζωμένα ρέματα, οικιστική ανάπτυξη σε ακατάλληλα σημεία, έλλειψη αντιπλημμυρικών έργων- είναι συνένοχοι στο ακραίο φυσικό φαινόμενο.
Δυο ειδικοί, ο γεωλόγος Αργύρης Γεωργακόπουλος (και κάτοικος της πληγείσας περιοχής) και ο υδρογεωλόγος του ΙΓΜΕ Παναγιώτης Σαμπατακάκης, αναλύουν στην «Εφ.Συν» τα αίτια που προκάλεσαν την καταστροφή και τις λύσεις για τον αντιπλημμυρικό σχεδιασμό του Λεκανοπεδίου.
Οι 6 λόγοι που η ιστορία επαναλαμβάνεται
Του Αργύρη Γεωργακόπουλου*
Η ένταση του φαινομένου με μετρήσεις ύψους βροχής από μετεωρολογικούς σταθμούς αναμένεται από τα υπεύθυνα κέντρα, προκειμένου να ξεκινήσει η διερεύνηση του φαινομένου.
Ομως αντίστοιχο πλημμυρικό επεισόδιο (μικρότερης έντασης) είχαμε την 27η Ιανουαρίου 1996 με 2 νεκρούς.
Ενδιάμεσα, το 2002 και το 2015, είχαμε πλημμυρικές απορροές του ρέματος της Αγίας Αικατερίνης μόνο με υλικές ζημιές.
Η ένταση του φαινομένου με μετρήσεις ύψους βροχής από μετεωρολογικούς σταθμούς αναμένεται από τα υπεύθυνα κέντρα, προκειμένου να ξεκινήσει η διερεύνηση του φαινομένου.
Ομως αντίστοιχο πλημμυρικό επεισόδιο (μικρότερης έντασης) είχαμε την 27η Ιανουαρίου 1996 με 2 νεκρούς.
Ενδιάμεσα, το 2002 και το 2015, είχαμε πλημμυρικές απορροές του ρέματος της Αγίας Αικατερίνης μόνο με υλικές ζημιές.
Για τον λόγο ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται, οι ζημιές στη Μάνδρα Αττικής (και σε μικρότερο βαθμό στην πόλη της Ελευσίνας) εκτιμώ ότι οφείλονται:

Στο γεγονός ότι συμβάλλουν 2 ρέματα στο νοτιοανατολικό άκρο της πόλης Μάνδρας. Αυτό του χείμαρρου Σούρες (που απορρέει από τη περιοχή της Αγίας Σωτήρας) και αυτό της Αγίας Αικατερίνης που διέρχεται από τον οικιστικό ιστό της πόλης της Μάνδρας. Το αθροιστικό υδραυλικό φορτίο των δύο αυτών χειμάρρων στο σημείο τομής δημιούργησε τα καταστροφικά αποτελέσματα στη βιομηχανική περιοχή της Μάνδρας, αλλά και τις δυτικές συνοικίες της πόλης της Ελευσίνας.

Στη ραγδαιότητα της βροχής που αναμένεται πολύ αυξημένη και περιμένουμε σχετικές ανακοινώσεις επ’ αυτού. Για λόγους σύγκρισης και μόνο, αναφέρω ότι το ύψος βροχής του πλημμυρικού φαινόμενου της 27ης Ιανουαρίου 1996, είχε μετρηθεί στα 173 mm στο αεροδρόμιο της Ελευσίνας, όταν ο μέσος όρος από το 1951 για τον μήνα Φεβρουάριο είναι 53mm. Προσοχή, το ύψος βροχής αυτό είναι μετρημένο στα 50 μέτρα υψόμετρο, που σημαίνει ότι η βροχή στα ορεινά της λεκάνης της Αγίας Αικατερίνης και του Σούρες ήταν πολλαπλάσια. Το ίδιο αναμένεται να έχει συμβεί κατά τη χθεσινή θεομηνία.

Στην επιλεκτική ένταση της βροχής στα ορεινά της λεκανών των χειμάρρων Σούρες και Αγ. Αικατερίνης. Γι’ αυτό τον λόγο παρατηρήθηκε το φαινόμενο να ψιχαλίζει στην πόλη της Μάνδρας και στη συνοικία Παπακώστα να μην υπάρχει καθόλου βροχόπτωση τις πρωινές ώρες. Ετσι δεν θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί τη σφοδρότητα του φαινομένου που θα επακολουθούσε ώστε τουλάχιστον να λάβει προληπτικά έκτακτα μέτρα ανάγκης.

Στην εσφαλμένη χρήση γης αφού παρατηρείται βιομηχανική και οικιστική ανάπτυξη εγκάρσια στη διεύθυνση ροής των χειμάρρων. Παραδείγματα προς αποφυγή είναι μεταξύ άλλων:
- Οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις της Βακόντιος ΑΒΕΕ η οποία είναι κτισμένη πάνω στο ρέμα Σούρες όπως και το εργοτάξιο του Δήμου Μάνδρας σε εγκάρσια σχέση με τον ρου του ομώνυμου χειμάρρου.
- Ο ίδιος ο οικιστικός ιστός της πόλης της Μάνδρας, η οποία τέμνει σε εγκάρσια σχέση τον χείμαρρο της Αγίας Αικατερίνης στα βορειοδυτικά. Κανένα έργο εκτροπής δεν έχει λάβει χώρα παρά τη διαχρονικότητα του φαινομένου.

Στην εσφαλμένη αίσθηση ασφάλειας που διακατέχει τους διοικούντες την τοπική αυτοδιοίκηση αλλά και τους κατοίκους, η οποία προκύπτει από τη μηδενική απορροή των χειμάρρων σε όλες σχεδόν τις βροχοπτώσεις.
Για τον λόγο ότι το γεωλογικό υπόβαθρο των λεκανών Σούρες & Αγίας Αικατερίνης απαρτίζεται από ασβεστολιθικά πετρώματα με μεγάλο βαθμό κατείσδυσης, η συνήθης συμπεριφορά των χειμάρρων αυτών είναι η μηδενική απορροή νερού στις κοίτες των.
Αποτέλεσμα αυτού είναι να λησμονούνται τα πλημμυρικά επεισόδια και οι σχεδιασμοί να είναι είτε βραχυπρόθεσμοι είτε εσφαλμένοι.
Ετσι η τοπική αυτοδιοίκηση αρκείται με τον «καθαρισμό» των φρεατίων, ενώ θα έπρεπε ήδη να είχαν ασχοληθεί με τον σχεδιασμό τόσο των αντιπλημμυρικών έργων ανάντη της λεκάνης (ανασχετικά φράγματα με ταυτόχρονες γεωτρήσεις εμπλουτισμού του υδροφόρου ορίζοντα) όσο και έργων εκτροπής των κοιτών των χειμάρρων στα σημεία πλησίον της πόλης της Μάνδρας.
Το 2009 εγκρίθηκε η επέκταση της πόλης της Μάνδρας στη περιοχή της Αγίας Αικατερίνης μέσα στη λεκάνη κατάκλυσης του ομώνυμου ρέματος.
Ουδεμία αναφορά έγινε για την όδευση των πλημμυρικών και μη νερών που θα διέρχονται από τον νέο οικιστικό ιστό της πόλης. Ο σχεδιασμός επομένως είναι εσφαλμένος.
Από την άλλη πλευρά, οι κάτοικοι λόγω της εσφαλμένης αίσθησης ασφάλειας λόγω της συνήθης μηδενικής απορροής των ρεμάτων, συνεχίζουν να μπαζώνουν και να οικοδομούν πάνω στα μπαζωμένα, ως είθισται τις τελευταίες δεκαετίες, χωρίς φυσικά κανέναν έλεγχο.

Στον εσφαλμένο (όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος) υπολογισμό των υδραυλικών παραμέτρων του χειμάρρου και της περιόδου επαναφοράς πλημμυρικών παροχών ακραίων φαινομένων, με αποτέλεσμα οι διαστάσεις του εγκιβωτισμένου τμήματος του ρέματος Σούρες μετά τη συμβολή με το ρέμα της Αγίας Αικατερίνης στη νοτιοανατολική έξοδο της πόλης να μην επαρκεί.
Οπως προκύπτει από τη σημερινή εμπειρία, δεν ήταν δυνατή η παροχέτευση του υδάτινου όγκου του ρέματος Σούρες, με αποτέλεσμα σημαντικός υδάτινος όγκος να βρει διαφυγή παράλληλα με την παλαιά εθνική οδό Ελευσίνας-Θηβών, κατεύθυνση προς Ελευσίνα, και να πλημμυρίσουν οι δυτικές συνοικίες της.
*γεωλόγος MSc ΕΚΠΑ
Καθολικός επανασχεδιασμός, όχι αποσπασματικά δημοτικά έργα
Του Παναγιώτη Σαμπατακάκη*
Κάθε χρόνο γινόμαστε μάρτυρες πλημμυρικών καταστροφών στα πιο απίθανα αλλά και πιθανά σημεία της χώρας.
Από την άλλη η πολιτεία έχει βολευτεί διαχρονικά με την ρήση «ακραία καιρικά φαινόμενα…» ή διαφορετικά λέγε με «κλιματική αλλαγή….». Έτσι καλύπτεται, με επικίνδυνο τρόπο, μια διαχρονική ευθύνη όλων εκείνων που ενεπλάκησαν στον σχεδιασμό, εκτέλεση αλλά και νομιμοποίηση, άστοχων επεκτάσεων πολεοδομικών σχεδίων, νομιμοποιήσεων αυθαιρέτων, αλλά και ακατάλληλων αντιπλημμυρικών έργων.
Οι ευθύνες για την οικιστική επέκταση σε ακατάλληλες υδρολογικά περιοχές διαπερνούν όλους τους αρμούς του ελληνικού κράτους: τοπική –νομαρχιακή-περιφερειακή αυτοδιοίκηση και κεντρικό κράτος.
Στη χώρα μας φαίνεται να είναι αδύνατον να ευδοκιμήσει το αυτονόητο. Κρατικός μηχανισμός, εκτελεστική εξουσία και μελετητές, βρίσκονται σε μια διαρκή και άστοχη σχέση ως προς τα έργα που αποφασίζονται, σχεδιάζονται και εκτελούνται σχετικά με την αντιπλημμυρική προστασία της χώρας.
Όποιος παρακολουθεί, είτε σαν ειδικός είτε σαν απλός πολίτης αυτό το διαχρονικό σίριαλ πλημμυρικών φαινομένων –καταστροφών και τα ξόρκια που το συνοδεύουν, δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί και να συμφωνήσει ότι η μνήμη είναι κοντή και οι σχεδιασμοί πρόχειροι.
Εαν ξεκινήσουμε το οδοιπορικό μέσα στην δημόσια διοίκηση που αφορά της υπηρεσίες, οι οποίες επιλαμβάνονται είτε με θέματα πρόγνωσης είτε με θέματα αντιμετώπισης αυτών των καταστροφικών φαινομένων, τότε συμπεραίνουμε ότι όλοι μετά το επεισόδιο γινόμαστε «προφήτες» και εμβριθείς αναλυτές. Αφού πνιγούν, αφού πλημμυρίσουν, τότε έρχεται να γεμίσει με «γνώση» η οθόνη της τηλεόρασης και οι στήλες του έντυπου τύπου.
Οι αρμόδιες υπηρεσίες που υποτίθεται ότι μέσω προγραμμάτων (όχι λίγων) επιλαμβάνονται αυτών των θεμάτων, βρίσκονται απελπιστικά πίσω στο βασικό ζητούμενο, που δεν είναι άλλο παρά στοχευμένη πρόγνωση αλλά και αποτελεσματική πρόληψη.
Όχι όλες οι καταστροφές αυτού του τύπου δεν οφείλονται στα ακραία καιρικά φαινόμενα. Ποιος δεν γνωρίζει ότι όταν βρέχει στο πολύπαθο Λεκανοπέδιο, οι περισσότεροι δρόμοι είναι αδιάβατοι. Να μην βρέχει λοιπόν σε αυτή την χώρα γιατί δεν υπάρχει στοιχειώδης προνοητικότητα και σχεδιασμός.
Ανατρέχοντας στις περιοχές που επλήγησαν βαριά πρόσφατα, Σύμη και Μάνδρα, όσοι παρακολουθούν είτε λόγω επιστημονικής ιδιότητας είτε λόγω ιστορικής ενασχόλησης περί των φαινομένων αυτών, θα διαπιστώσουν το σύνηθες: ότι η Σύμη έχει ξαναπληγεί την δεκαετία του ’50 (καταστράφηκε και η πρώτη μονάδα αφαλάτωσης στην Ελλάδα) και η Μάνδρα –Μαγούλα πριν 2 χρόνια (Οκτ. 2015) επλήγη ξανά μαζί με την περιοχή Αχαρνών (1 νεκρός).
Το χρονικό βήμα διαφορετικό στις δύο γεωγραφικές περιοχές, όμως φυσιολογικό στον τομέα της μετεωρολογίας – υδρολογίας. Τι απουσίασε και στις δύο περιπτώσεις: τα αναγκαία και κατάλληλα αντιπλημμυρικά έργα.
Στο επεισόδιο αυτό η ζώνη γύρω από το Κηφισό επλήγη από βροχόπτωση 40-60 mm κατηγορίας «έντονη» για χρονικό διάστημα 2-3 ωρών και με «περίοδο επαναφοράς» 15-20 χρόνια, κάτι που υποδηλώνει όχι απρόσμενο ή αναπάντεχο ή ιδιαίτερα ακραίο!
Να κάνουμε όμως μια μικρή αναφορά στο Λεκανοπέδιο Αττικής, διαχρονικό σημείο αναφοράς, στο οποίο ορισμένες περιοχές (Δήμοι) όταν ανακοινώνονται ότι αναμένονται έντονες βροχοπτώσεις, αναλογίζονται ποιο το μέγεθος των καταστροφών που θα επακολουθήσει.
Οι ευθύνες σε αυτή την ευρεία και πολυπληθή ζώνη της χώρας, είναι πολλές, κάθετες και οριζόντιες εντός και εκτός κρατικής μηχανής, διατρέχει δε και το χώρο των μελετητών.
Δεν έλειψαν οι εύστοχες προτάσεις για την αντιπλημμυρική προστασία του Λεκανοπεδίου. Εκείνο που απουσίασε ήταν κατ΄αρχήν η συνεννόηση στην επιστημονική –μελετητική κοινότητα, η οποία όφειλε να αντιληφθεί ότι όλα τα έργα που σχεδιάστηκαν και προωθήθηκαν μετά τον πρώτο εγκιβωτισμό της κοίτης του Κηφισού (προς το τέλος του 1960), ήταν αποσπασματικά και δεν παρακολούθησαν την πολεοδομική επέκταση.
Η διατομή της κοίτης που διαμορφώθηκε στο ύψος του Ρέντη με τις εργασίες τότε (1968) είχε παροχετευτική ικανότητα 740 Μ3/sec, ενώ με την νέα διαμόρφωση (2001) η ικανότητα αυτή διπλασιάστηκε (1400 Μ3 /sec). Παρόλα αυτά στην προ 2ετίας νεροποντή (Οκτ. 2015) που έπνιξε τις Αχαρνές και με βροχόπτωση κατηγορίας «έντονη» στο 1/4 της έκτασης (100 km2), της Λεκάνης του Κηφισσού, η διατομή της κοίτης στο ύψος Ρέντη έδειξε ότι οριακά μπόρεσε να παροχετεύσει τα όμβρυα.
Τα τελευταία χρόνια παρακολουθούμε και πάλι αποσπασματικά έργα σε Δήμους, οι οποίοι εκτείνονται στα ανάντη της Υδρολογικής Λεκάνης Κηφισού και τα οποία έργα μπορεί να βελτιώσουν αλλά δεν θα λύσουν το πρόβλημα.
Με απλά λόγια για το αναγνώστη: όποιο αποχετευτικό έργο διευκολύνει την γρήγορη «διέλευση» των ομβρύων από την ανάντη ζώνη (Αχαρνές, Μεταμόρφωση, Τατόϊ, Κηφισιά, Ν. Ιωνία, Αγ. Παρασκευή, Χαλάνδρι, Χολαργό) μεταφέρει τα όμβρυα στο αποχετευτικό δίκτυο των κατάντη Δήμων.
Το οποίο δίκτυο έχει σημαντικό βαθμό παροχετευτικής ανεπάρκειας για να οδηγήσει τον όγκο των ομβρύων με ασφάλεια μέσω της κεντρικής κοίτης στο θαλάσσιο χώρο.
Σε μια καθολική βροχόπτωση της κατηγορίας «έντονη», σε όλη την Λεκάνη Κηφισού, τα πλημμυρικά φαινόμενα θα πάρουν διαστάσεις ανεξέλεγκτες.
Η ιστορία των φραγμένων φρεατίων δεν αντέχει σε κανένα τεχνικό σχολιασμό γιατί είναι γνωστό ότι λόγω μικρής παροχετευτικής ικανότητας τα δευτερεύοντα δίκτυα ομβρύων «επαναφέρουν» δια μέσω των φρεατίων τα νερά στο οδόστρωμα.
Η λύση στο αντιπλημμυρικό του Λεκανοπεδίου περνάει μέσα από ένα καθολικό επανασχεδιασμό σε όλο το εύρος της Λεκάνης και όχι με αποσπασματικά δημοτικά έργα.
Για να μην λησμονούμε όμως ότι τέτοιες προτάσεις υπήρξαν στο παρελθόν, που όμως κυριολεκτικά σνομπαρίστηκαν από διαφορετικές υπηρεσίες ή και επιστημονικές ομάδες, δεν θα ήταν άστοχο να αναφερθούν κάποια γεγονότα.
Το 1997 στην Διεθνή Διάσκεψη (ACQUAPOLIS) που διοργανώθηκε από τον Δήμο Πειραιά και στην οποία συμμετείχαν πλέον των 17 εκπροσώπων ξένων πόλεων, «ρίχτηκε» η πρόταση από το ΙΓΜΕ (Σαμπατακάκης, υπάρχει στα πρακτικά του εν λόγω Δήμου) της εκτροπής του Άνω Ρου της Λεκάνης του Κηφισού (δια μέσω της περιοχής «Πύλες Φυλής», με την κατασκευή υπόγειου αγωγού) στην κοίτη του υδρορέματος Γιαννούλας, με την ανάλογη διαμόρφωση της κοίτης του τελευταίου και το οποίο με την σειρά του εκβάλλει στο ύψος της Χαλυβουργικής.
Η συγκεκριμένη εκτροπή θα παροχέτευε τα 2/5 της υδρολογικής επιφάνειας της Λεκάνης εκτός της σημερινής κοίτης του Κηφισού. Η πρόταση αυτή προσπεράστηκε.
Τα έργα που στην συνέχεια προγραμματίστηκαν ναι μεν έδωσαν μια προσωρινή ανάσα, αλλά το πρόβλημα επανήλθε. Η συγκεκριμένη πρόταση δεν έφτασε ποτέ στα υψηλότερα κλιμάκια των αποφάσεων της πολιτείας.
Το δυστύχημα βέβαια ήταν ότι το επόμενο έτος η χώρα ενεπλάκη στην δίνη της ανάληψης των Ολυμπιακών Αγώνων και έργων και η πρόταση ακουγόταν σαν παραφωνία.
Για την ιστορία αναφέρονται ορισμένα βασικά υδρολογικά χρακτηριστικά της Λεκάνης του Κηφισού:
1) Συνολική έκταση 400 km2
2) Μήκος 20 km
3) Μέση κλίση 6%
4) Δομημένη επιφάνεια 1946 , 5%
5) Δομημένη επιφάνεια 2017 > 68%
Ο όγκος επιφανειακών απορροών πολλαπλασιάστηκε στο διάστημα 1946-2017 λόγω μείωσης της «κατείσδυσης». Όμως πολλαπλασιάστηκε σταδιακά και η «ταχύτητα αποστράγγισης» και αυτό σημαίνει ότι μεγαλύτερες ποσότητες νερού διοχετεύονται στην βασική κοίτη και στους δευτερεύοντες άξονες σε μικρότερο χρονικό διάστημα. Αυτή την αλλαγή των υδρολογικών παραμέτρων της Λεκάνης δεν την ακολούθησαν και τα έργα αποχέτευσης ομβρύων.
Στη χώρα μας υπάρχει ανάγκη για ένα επανασχεδιασμό της αντιπλημμυρικής προστασίας με μακροπρόθεσμη προοπτική και με εστίαση στις μικρομεσαίες λεκάνες (χειμαρώδους συμπεριφοράς) και που είναι αυτές οι οποίες προκαλούν τα απροσδόκητα καταστροφικά φαινόμενα. Ειδικότερα δε οι λεγόμενες σε «ανάπαυση» μικρολεκάνες απορροής , που είτε διαφεύγουν της επιστημονικής-μελετητικής προσοχής είτε έχουν υπάρξει έντονες ανθρώπινες παρεμβάσεις (κύρια δόμηση) με την πεποίθηση ότι είναι πλέον ανενεργές.
Σήμερα τα Σχέδια Διαχείρισης Πλημμυρικού Κινδύνου που εκπονούνται, εστιάζουν κατά μήκος των βασικών αξόνων (κοίτες) απορροής των μεγάλων ποταμών της χώρας. Όμως οι θέσεις πλημμυρικού κινδύνου στις μεγάλες λεκάνες των ποταμών της χώρας είναι καταγεγραμμένες μέσα από το ιστορικό των επεισοδίων.
Η θωράκιση της χώρας περνάει μέσα από την διεπιστημονική κατ΄αρχήν συνεννόηση και μετά αποτελεί καθήκον της πολιτείας.
Η ανάγκη για έναν εθνικό σχεδιασμό με συνέχεια πολιτικής, στην κατασκευή εύστοχων και ευέλικτων έργων είναι η λύση.
Αυτό δεν παραπέμπει κατ΄ανάγκη και σε πολυδάπανα έργα. Σε αρκετές δε περιπτώσεις είναι δυνατόν αυτά τα έργα να μην είναι μονοσήμαντα αντιπλημμυρικά, αλλά και ταμίευσης νερού.
*Msc-PhD Υδρογεωλόγος -ΙΓΜΕ
Η περιοχή με την πιο εγκληματική ανθρώπινη παρέμβαση
Ως «κακό παράδειγμα» μελετήθηκε η Μάνδρα από τους φοιτητές του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, υπογραμμίζει στην «Εφ.Συν.» ο ομότιμος καθηγητής Δ. Παπανικολάου.
Η περιοχή μελετήθηκε ως μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις για το πώς η ανθρώπινη παρέμβαση –και συγκεκριμένα το μπάζωμα ρεμάτων– μπορεί να αποδειχθεί εγκληματική.
«Μιλάμε για δύο ρέματα, το ένα λέγεται Σκυλόρεμα, το άλλο Λυκόρεμα», εξηγεί ο κ. Παπανικολάου. «Ενώνονται στα βόρεια της Μάνδρας και προχωράνε δίπλα στην Εθνική Οδό. Σε ένα στένεμα που υπάρχει εκεί, μπαζώθηκαν πριν πολλά χρόνια. Δεν υπάρχει ρέμα, αλλά δεν υπάρχει ούτε ένα τεχνικό έργο που να δίνει διέξοδο στο νερό. Εφόσον η ροή του έχει διακοπεί, το νερό θα χρησιμοποιήσει το οδόστρωμα, αντί για την κοίτη».
Ευθύνες καταλογίζει ο ομότιμος καθηγητές και στην ίδια τη διοίκηση και συγκεκριμένα σε προηγούμενες δημοτικές αρχές, καθώς, τονίζει, μερικά στρέμματα μπαζώθηκαν για να τοποθετήσει πάνω τους ο δήμος το αμαξοστάσιό του.
Θυμίζοντας ότι και στο παρελθόν υπήρξαν στη Μάνδρα πλημμυρικά φαινόμενα με νεκρούς πολίτες, ο κ. Παπανικολάου προειδοποιεί: «Κάποιοι επιτέλους πρέπει να καταλάβουν ότι δεν επιτρέπεται να επαναληφθούν αντίστοιχες καταστροφές».
Πηγή efsyn.gr