Για τα γεγονότα της 22/04 στην πλατεία Σαπφούς
Τα γεγονότα της προηγούμενης Κυριακής στη Μυτιλήνη, αξίζουν την προσοχή μας, αφενός λόγω του πρωτόγνωρου για τα δεδομένα του νησιού χαρακτήρα και της έντασης που έλαβαν. Αφετέρου λόγω της σοβαρότητας των ζητημάτων που άπτονται της συνθήκης του πολέμου και της μετανάστευσης στην ευρύτερη γειτονιά μας, αλλά και της σύγχυσης που επικρατεί στη δημόσια συζήτηση, με ευθύνη πολλές φορές της επίσημης Πολιτείας και των Αρχών.
τα γεγονότα της θλίψης και της οργής…
Κάθε Κυριακή πραγματοποιείται από το στρατό υποστολή της ελληνικής σημαίας στην προκυμαία της Μυτιλήνης. Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο ακροδεξιά και νεοναζιστικά στοιχεία της πόλης εκμεταλλεύονται το γεγονός και καλούν μέσω του διαδικτύου σε συγκεντρώσεις. Την Κυριακή 22 Απρίλη ο κόσμος που βρέθηκε στην υποστολή της σημαίας ήταν μεγαλύτερος από άλλες Κυριακές. Μετά το πέρας της διαδικασίας υποστολής, τμήμα του πλήθους κινήθηκε προς την παρακείμενη πλατεία Σαπφούς, το κεντρικότερο ίσως σημείο στη Μυτιλήνη. Στην πλατεία βρισκόταν σε εξέλιξη πολυήμερη διαμαρτυρία μεταναστών ενάντια στη συνθήκη του περιορισμού, του εγκλεισμού και της βίας που απορρέει από το δόγμα της κρατικής πολιτικής διαχείρισης.
Η ένταση δεν άργησε να ξεσπάσει. Το ανομοιογενές πλήθος των επιτιθέμενων, αποτελούμενο από πολίτες όλων των στρωμάτων, νεολαίους της πόλης και ορισμένων χωριών, εκ των οποίων πολλοί μυημένοι στη γηπεδική βία και σύγκρουση, έδειξε γρήγορα τις προθέσεις του. Έμπλεο του ρατσιστικού μίσους και του πατριωτικού φρονήματος, τα οποία φρόντιζαν να υποδαυλίζουν ακροδεξιά στοιχεία, γνωστά στην τοπική κοινωνία και τις αρχές, ώστε να μην υπάρχει παρέκλιση από το στόχο. Που δεν ήταν άλλος από την επίθεση στους “καταληψίες”.
Η επίθεση εξελίχθηκε με τη ρίψη δεκάδων φωτοβολίδων και άλλων αντικειμένων προς το μέρος των προσφύγων. Οι πρόσφυγες αμύνονταν χρησιμοποιώντα κουβέρτες και τέντες, ως ασπίδα στις φωτοβολίδες για προστασία ειδικά των παιδιών. Αρκετές κουβέρτες πήραν φωτιά. Οι δυνάμεις της αστυνομίας που βρίσκονταν ανάμεσα στους επιτιθέμενους ακροδεξιούς και τους πρόσφυγες έκαναν χρήση χημικών και σπρέυ πιπεριού ώστε να απωθήσουν την επίθεση, χωρίς όμως να προβούν σε καμία σύλληψη. Ακολούθησαν συγκρούσεις για πολλές ώρες, κυνηγητό και φθορές.
Η ένταση εκτονώθηκε τα ξημερώματα της Δευτέρας με την αποχώρηση των επιτιθέμενων και την αστυνομία να συλλαμβάνει(!) 120 πρόσφυγες και 2 αλληλέγγυους στο πλευρό τους. Στον απολογισμό έρχεται να προστεθεί ο τραυματισμός δεκάδων μεταναστών και η διακομιδή 22 εξ αυτών με το ΕΚΑΒ στο νοσοκομείο της πόλης. Οι αρχές οδήγησαν με τη βία τους συλληφθέντες μετανάστες στο καταυλισμό της Μόριας. Οι πρόσφυγες αντιμετωπίζουν τις κατηγορίες της απείθειας, της αντίστασης και της κατάληψης δημόσιου χώρου. Το πρωινό της Δευτέρας στην προκυμαία υπήρχαν ακόμη σημάδια από την ολονύχτια ένταση.
…και μερικά συμπεράσματα
Η επίθεση στους πρόσφυγες πλειοδότησε σε εθνικιστικό μίσος και ρατσιστικά κίνητρα. Είναι σφάλμα να θεωρήσουμε όμως πως όλο το πλήθος των παρευρισκομένων πρόσκειται συνειδητά και πολιτικά στην ακροδεξιά, τη Χρυσή Αυγή και τον εθνικισμο αλλά αυτό είναι περισσότερο ανησυχητικό παρά καθησυχαστικό. Τα προηγούμενα χρόνια οι επιθέσεις σε μετανάστες-τριες είχαν πιο “πολιτικοποιημένα” χαρακτηριστικά. Πραγματοποιούνταν δηλαδή από δηλωμένους φασίστες εθνικιστές και νεοναζί.
Σήμερα παρακολουθούμε μια διαδικασία “κοινωνικοποίησης” της ρητορικής του μίσους και του φόβου σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα τα οποία ακόμα και αν δεν ασπάζονται ολοκληρωτικά τις φασιστικές ιδέες, μετατρέπονται στη νομιμοποιητική κοινωνική βάση τέτοιων ενεργειών. Το είδαμε και στη Θεσσαλονίκη την ημέρα του συλαλλητηρίου για το όνομα της Μακεδονίας, στα πλαίσια του οποίου πραγματοποιήθηκαν επιθέσεις σε κοινωνικούς χώρους, με αποτέλεσμα τον εμπρησμό της κατάληψης Libertatia. Τόσο στη πλατεία Σαπφούς την Κυριακή, όσο και στη Θεσσαλονίκη το Γενάρη, γεγονός αποτελεί για παράδειγμα, πως η νεολαία των γηπέδων και των συνδέσμων αποτέλεσε μια κοινωνική ομάδα σε ανθρώπους της οποίας οι φασιστικές ιδέες βρήκαν έμπρακτη νομιμοποίηση και εφαρμογή και αυτό αποτελεί ένα κρίσιμο διακύβευμα αγώνα των ημερών μας.
Η Λέσβος συνιστά μια πολύ ιδιάζουσα περίπτωση στη διαχείριση της μετανάστευσης από το ελληνικό κράτος. Λόγω της θέσης της έχει μετατραπεί σε ένα μεγάλο πείραμα εφαρμογής της πολιτικής της εκάστοτε κυβέρνησης. Παρόμοια θλιβερά περιστατικά είχαμε παρακολουθήσει και σε άλλα νησιά (Χίος, Σάμος) αλλά η ένταση που σημειώθηκε στη Μυτιλήνη μπορεί να εξηγηθεί στη βάση της υπερσυσσώρευσης και πόλωσης που εξελίσσεται τα τελευταία χρόνια στο νησί. Δε συνάδει άλλωστε ούτε με τις παραδόσεις, τον πολιτισμό, τους αγώνες και την ιστορία της Λέσβου.
Σίγουρα οι περισσότερες ευθύνες για την κατάσταση στη Μόρια και όλη τη Λέσβο βαραίνουν το ελληνικό κράτος. Η πολιτική του γεωγραφικού περιορισμού, τα κέντρα κράτησης, η συνθήκη ανελευθερίας, εξαθλίωσης και υπονόμευσης της ζωής τόσων ανθρώπων, η γραφειοκρατία, η δυσκαμψία και ανεπάρκεια των μηχανισμών περίθαλψης, φροντίδας και διευκόλυνσης και τέλος η ποινικοποίηση των αντιδράσεων και η καταστολή των αγώνων για βελτίωση των συνθηκών. Τραγική ειρωνία αποτελεί πως με διαφορά ωρών από τα γεγονότα της πλατείας Σαπφούς ξεκίνησε στην Αθήνα η πρώτη από τις δίκες μεταναστών που θα ακολουθήσουν για τα γεγονότα που συνέβησαν στο κέντρο κράτησης στη Μόρια την Τρίτη 18 Ιουλίου 2017. Τότε η αστυνομία επιτιθέμενη με αγριότητα στους μετανάστες είχε πραγματοποιήσει 35 συλλήψεις στο σωρό.
Η πολιτική του ελληνικού κράτους αποτελεί τμήμα της ευρωπαϊκής πολιτικής της Ευρώπης-Φρούριο των κλειστών συνόρων, της FRONTEX και του ΝΑΤΟ, των πολεμικών επιχειρήσεων, της συμπαιγνίας με το τουρκικό κράτος πάνω στις πλάτες εκατοντάδων χιλιάδων ψυχών, της υποτίμησης, της ξενοφοβίας αλλά και των “ανθρωπιστικών” κονδυλίων και προγραμμάτων με αποδέκτες μικρές και μεγάλες ΜΚΟ.
Ευθύνες έχει όμως και η δημοτική και περιφερειακή αρχή καθώς στην προσπάθεια τους να μην πληγούν πολιτικά από την πόλωση που διατρέχει τη λεσβιακή κοινωνία τηρούν μια θέση φαινομενικά αντίθετη με την κυβέρνηση αλλά ουσιαστικά αναγκαίο συμπλήρωμα της. Διότι για να στεφθεί με επιτυχία η πολιτική υποτίμησης των μεταναστών/τριών χρειάζεται να παρουσιαστούν ως ο “εσωτερικός εχθρός” της τοπικής κοινωνίας. Ο υπονομευτής των οικονομικών συμφερόντων και του τουρισμού. Ο κίνδυνος για την ομαλότητας και την ασφάλεια. Αποτελεί κροκοδείλιο δάκρυ και υποκρισία η ρητορική θυματοποίησης και δήθεν ευαισθητοποίησης από πλευράς της δημοτικής αρχής. Η Περιφέρεια από την άλλη, εμμένοντας στο δόγμα των “αποτελεσματικών λύσεων” στρώνει άθελα της το πολιτικό έδαφος για την περαιτέρω έμφαση στην αναβάθμιση των μηχανισμών καταστολής για κάτι στο οποίο θα έπρεπε να πρωταγωνιστούν οι δομές υγείας και οι μηχανισμοί φροντίδας και στήριξης για όλους τους ανθρώπους.
Τέλος, κάτι για το υποκείμενο πάνω στη ζωή του οποίου διεξάγεται όλη η συζήτηση. Οι μετανάστες και πρόσφυγες καταλαβαίνουν από πρώτο χέρι τη στάση της Πολιτείας και της Ευρώπης απέναντι τους. Οι αγώνες για δικαιοσύνη και ελευθερία, ενάντια στα κέντρα κράτησης, την απομόνωση, τον εγκλεισμό και τη βία όλο και πληθαίνουν, αντιμετωπίζοντας στυγνή καταστολή. Προφανώς ως πολυπληθές κοινωνικό στρώμα δεν είναι ελεύθεροι από εσωτερικές αντιθέσεις και συμφέροντα και πολλές φορές εξελίσσονται καταστάσεις συγκρούσεων και ανταγωνισμών. Αλλά μήπως αυτό δε συμβαίνει στην “τοπική” κοινωνία; Οι ομαδικές απεργίες πείνας, οι συγκρούσεις με την αστυνομία στα κέντρα κράτησης, η ειρηνική παρουσία στο δημόσιο χώρο αποτελούν όλα μέσα να καταστεί ορατή η κατάσταση που βιώνουν.
Αυτήν την κατάσταση οφείλουμε να αναγνωρίσουμε συνολικά και να σταθούμε αλληλέγγυα στο πλευρό όσων αγωνίζονται ανεξαρτήτως χρώματος, φυλής ή θρησκείας. Είναι γεγονός πως όσο το μακέλεμα της Συρίας από τον Άσαντ και τους εμπλεκόμενους ένθεν κακείθεν συνεχίζεται, όσο καίει η φωτιά στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, της Τουρκίας και της Ανατολής, η μετανάστευση και ο ξενιτεμός είναι αναπόδραστη μοίρα. Ίσως μάθουμε για νέα ναυάγια. Ίσως δούμε ξανά πτώματα παιδιών ξεβρασμένα από το κύμα. Ίσως στο μέλλον περισσότεροι επιχειρούν να περάσουν από τον Έβρο παρά το Αιγαίο. Σε κάθε περίπτωση οφείλουμε να σταθούμε περήφανα στο πλευρό του “διαφορετικού” να τον αγκαλιάσουμε, να δώσουμε και να πάρουμε, όπως γίνεται πάντα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Απομονώνοντας τις φωνές και τα όπλα του μίσους, του φόβου και του ευτελισμού των ιδανικών του ανθρώπου.
Χατζηχαραλάμπους Γιάννης
Limnos X Press
“…η νεολαία των γηπέδων και των συνδέσμων αποτέλεσε μια κοινωνική ομάδα σε ανθρώπους της οποίας οι φασιστικές ιδέες βρήκαν έμπρακτη νομιμοποίηση και εφαρμογή…”
Όλα καλά με το κείμενο σου Γιάννη αλλά εκεί το έχασες…
Η νεολαία γενικώς, όχι “των γηπέδων και των συνδέσμων” αποτελεί μια κοινωνική ομάδα της οποίας οι φασιστικές ιδέες… Στην νεολαία θα απευθυνθούν πρώτα φυσικά, σε άτομα ανιστόρητα, χωρίς δικιά τους γνώμη για να τους “ποτίσουν” με τις δικές τους οι φασίστες. Το να ανήκουν και σε κάποιο οπαδικό σύνδεσμο, δεν είναι απίθανο καθώς όπως λέει και η λέξη “οπαδός = ενεργός” θα τους δούμε και σε δραστηριότητες που δεν συμφωνούμε. Δεν θα δούμε απ΄την άλλη ποτέ τα παιδιά που είναι όλη μέρα στο pc και στα video games.
Πάντως μπράβο, συνεχίστε να γράφετε δικά σας κείμενα. Όχι μόνο ανακοινώσεις.
Σ’ευχαριστώ για την παρατήρηση Δημήτρη. Ίσως στο συγκεκριμένο απόσπασμα που αναφέρεις η διατύπωση δεν είναι σαφής και δημιουργεί παρεξηγήσεις. Σε καμία περίπτωση δεν υποννοείται ότι η γηπεδική και οπαδική κουλτούρα “θρέφει” το σύγχρονο φασισμό. Η κερκίδα και το γήπεδο αποτελούν ένα ακόμη κοινωνικό έδαφος όπου οι διαφορετικές αντιλήψεις αναπτύσσονται παράλληλα και συγκρούονται μεταξύ τους. Η αναφορά έγινε για τον τονισμό της συμμετοχής νεαρών ατόμων με πείρα στις οδομαχίες, που δεν αποκτήθηκε αναγκαστικά από συμμετοχή σε “ακροδεξιές” εκδηλώσεις, ως κοινό στοιχείο σε Μυτιλήνη και Θεσσαλονίκη. Αποτελεί όμως σημαντική παράλειψη του κειμένου το ότι δεν αναφέρθηκε η θέση του Συνδέσμου του ΠΑΟΚ Μυτιλήνης ο οποίος με ανακοίνωση του πήρε ξεκάθαρη εχθρική θέση ενάντια στο πλήθος των επιτιθέμενων στους πρόσφυγες και την επέλαση του εθνικισμού. Κατά τα λοιπά ο φασισμός δεν αποτελεί “πρόβλημα” της νεολαίας, δεδομένης της διάχυσης του ρατσιστικού δηλητηρίου σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής. Το βλέπουμε στις τάξεις των επιχειρηματικών κύκλων (συχνά των ίδιων που λυμαίνονται τον αθλητισμό), στο στρατό, στα σώματα ασφαλείας, των δικαστικών και των σωφρονιστικών υπαλλήλων. Το βλέπουμε στο χώρο της εργασίας με την προσπάθεια να αποκτήσει οργανωμένη υπόσταση σε διάφορους κλάδους (ναυπηγεία, συγκοινωνίες, εμπόριο και αλλού). Στο χώρο της εκπαίδευσης μέσα από τη δράση συλλόγων γονέων, ακόμα και διευθυντών και εκπαιδευτικών σε σχολεία (στη Λέσβο υπάρχει σχετικό παράδειγμα).