“Των ορέων και των λειμώνων: ο Λημνιός κεχαγιάς και η αντιμνήμη του..” (ΜΕΡΟΣ Α’)
του Γιώργου Ραφαήλ Γιαννέλη
Το παρόν κείμενο δημοσιεύεται με πρόθεση να συνεισφέρουμε στη διαρκή δημόσια συζήτηση γύρω από ιστορικά και κοινωνικά ζητήματα που αφορούν στη Λήμνο. Διαφωτίζει δε πτυχές μιας “παραγνωρισμένης” και παρεξηγημένης κοινωνικής φιγούρας των κάμπων και των λόφων της Λήμνου, αυτής του ακτήμονα γεωργοκτηνοτρόφου που η ζωή του κρεμόταν από την εξάρτηση από την περιουσία του αφεντικού. Αποτελεί ταυτόχρονα και μια πρόκληση να δούμε πως, πολλές φορές κοινωνικές ταυτότητες που εξέπεσαν λόγω κοινωνικών, οικονομικών, πολιτιστικών συνθηκών, εμφανίζονται ξανά στο προσκήνιο ως πολιτισμικό προϊόν ενσωματωμένο στην κυρίαρχες φολκλορικές αφηγήσεις του λημνιού τουριστικού προϊόντος. Το κείμενο, όπως και συνολικά την ερευνητική δουλειά που προηγήθηκε, υπογράφει ο λημνιός Γιώργος Ραφαήλ Γιαννέλης, απόφοιτος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, με μεταπτυχιακές σπουδές στη μελέτη της μοντέρνας και σύγχρονης λαογραφίας. Το κείμενο δίδεται λόγω έκτασης σε τρεις συνέχειες, η φιλοξενία του δε, αποτελεί χαρά για το Limnos X Press.
Γράφει ο Γιώργος Γιαννέλης
ΜΕΡΟΣ Α’
Το κυρίαρχο σύστημα της Λήμνου, τουλάχιστον μέχρι και την πολυτάραχη δεκαετία του 1960, δομούνταν πάνω στις προκύπτουσες σχέσεις της έγγειας ιδιοκτησίας, τη συμμετοχή και την άμεση σχέση με τον πρωτογενή τομέα.1 Μέσα σε ένα πλαίσιο πλήρους αποσάθρωσης των μικρών, αλλά κατά τα άλλα αυτόνομων κοινοτήτων του νησιού, παλεύει να επιβιώσει ο μικρομεσαίος και κατακερματισμένος γεωργοκτηνοτρόφος, δέσμιος του εθιμικού του δικαίου και της χρόνιας παρακμής του, μιας παρακμής που φαίνεται να έχει ριζώσει ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα.2 Ο γεωργοκτηνοτρόφος, κεχαγιάς κατά την προφορική παράδοση του χώρου που τον γέννησε, υπήρξε, η τραγικότερη ίσως φιγούρα του νησιού, και η πλέον παρεξηγημένη.3
Επί της ουσίας κεχαγιάς ονομάζονταν ο γεωργοκτηνοτρόφος που, ελλείψει πόρων, μισθώνει γη και ζώα ώστε να επιβιώσει ο ίδιος και η οικογένειά του, με την παραγωγική μορφή του μισιακού, ήτοι, η παραγωγή διαμοιράζεται δια του δύο.4 Εν αντιθέσει με όλη την ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά και τα παρακείμενα της Λήμνου νησιά, ο εδώ κεχαγιάς είναι συνώνυμο ενός επιθέτου που παρέθεσε μόλις το 1988 η Κοντονάτσιου: ‘’σαρκοδεμένος’’.5 Ενώ, λοιπόν, για όλη την υπόλοιπη Ελλάδα, ο κεχαγιάς αποτέλεσε κάποια εξέχουσα προσωπικότητα των κοινοτήτων επί οθωμανοκρατίας, στη Λήμνο ο όρος εκπίπτει της αρχικής του σημασίας, ή έστω της πανελλαδικής του, και αναφέρεται στον γεωργό ή κτηνοτρόφο.6
Από τη μέχρι τώρα έρευνα, σε αρχειακές και έντυπες πηγές,7 δεν προέκυψε κανένας συνταυτισμός ανάμεσα σε αυτό που ονομάζουμε κεχαγιά εν έτει 2018 και σε αυτό που πραγματικά φαίνεται ότι σημασιοδοτούσε εν έτει 1950. Η έννοια, πιστεύω, παραλλάχτηκε. Οι ίδιοι οι κεχαγιάδες, αποτελούν μια συλλογική ομάδα που δεν έπαψαν ποτέ να διαπραγματεύονται την ταυτότητά τους: είναι αυτοί που μη έχοντας παρά μόνον ένα τμήμα των μέσων παραγωγής, ενοικιάζουν ό,τι τους λείπει με σκοπό να ζήσουν. Η ενοικίαση αυτή, με όλο το συμπαρομαρτούν της πλαίσιο, δεν είναι σχέση ίσου προς ίσο, αλλά δομεί ανισότητες, όχι μόνο πρόδηλες (σε επίπεδο οικονομίας) αλλά και λανθάνουσες (σε επίπεδο πολιτισμού και πρακτικών, ηθικού και αξιακού κώδικα κλπ).
…Τ’ αφεντικό είχε μάντρα, ο κεχαγιάς δεν είχε. Κάθε αφεντικό που είχε χωράφια και τα έδινε σε σύντροφο πρεπ’ να έχ και μάντρα για να στεγάσ’ τ’ ζώα του. Και άμα είχε παραπάν’ ζώα, ο κάθε σύντροφος ας πούμε ήθελε δύο ζώα για να οργών’, ένα ζευγάρ’, άμα είχε παραπάν’ στην άνοι’ξ στα χωράφια δεν τον άφ’νε το αφεντικό να δεν’ τα παραπανίσια τα ζώα σε χωράφ σπαρμένο όσα ζώα δεν οργώναν. Έπρεπε να τα δέσει αλλού εκείνα, σε κάποιο χέρσο, σε κάποιο βοσκότοπο. Όχ’ μές στα..τα βάλ’ να τρώνε σε χωράφ’ που είχαν σπείρ’. Αφήναν μόνο κεινα που δ’λεύνε, δυο βόδια, δυο άλογα, δυο βόδια, να τρώνε στο σπαρμένο το χωράφ’ για να ‘ναι πιο δυνατά να μπορούν να δλεύνε. Τ’ άλλα δεν ξέρω που θα τα πας λέγ δεν θα τα ταγίjζς μέσα στα χωράφια τα σπαρμένα…
Η γη, αγορασμένη ως επί το πλείστον, από τους εύπορους πρώτους αλεξανδρινούς μετανάστες του Ρωμέικου Γιαλού8, και μετρημένη σε ζευγάρια, διατίθεται προς ενοικίαση στους φτωχούς κεχαγιάδες των χωριών. Το κάθε ζευγάρι πρέπει να έχει ένα σύνολο σταυλικών εγκαταστάσεων (μάντρα για το αροτριώντα ζώα, χαγιάτι για τα πρόβατα, κιαχαγιαδόσπιτο για την εγκατάσταση της οικογένειας του κεχαγιά, κι ένα βοσκοτόπι – τον μερά). Ο κεχαγιάς ζητά να νοικιάσει τη γη για ένα χρόνο (Παναγιά με Παναγιά – κατά το λημνιό εθιμοτυπικό) και να εγκατασταθεί σε αυτή την έκταση γης με την οικογένεια του. Το μίσθωμα ορίζεται ως το μισό της παραγωγής να πηγαίνει κατευθείαν στον ιδιοκτήτη (τον ονομαζόμενο ως ‘’αφέντη’’ ή ‘’αφεντικό’’, άλλοτε δε και ως ‘’κερά’’, άμεσα διαμεσολαβημένο από το μητρογραμμικό εθιμικό δίκαιο).9
Κι ενώ ως εδώ το τεμσάρκο, το μισιακό, μοιάζει όντως ως το ιδανικό καλλιεργητικό σύστημα, το αφεντικό θέτει κάποιες παραμέτρους στον κεχαγιά που παίζουν και πρωτεύοντα ρόλο10: κάθε δεκαπέντε ή κάθε επτά ημέρες ο κεχαγιάς πηγαίνει μέρος της παραγωγής του κτήματος, στην οικογένεια του αφεντικού (το ταγίνι), και αναλαμβάνει σε ανύποπτο χρόνο μια σειρά από αγγαρείες (επισκευή πχ της στέγης του σπιτιού του αφεντικού ή σκάψιμο του κήπου ή ακόμη καθάρισμα του σπιτιού από τη γυναίκα του κεχαγιά και τα παιδιά του, νεροκουβάλημα, ζύμωμα και πλύσιμο κα.11) κάθε τόσο το αφεντικό επισκέπτεται τη μάντρα, το χώρο της παραγωγής, για να ελέγξει τυχόν ατασθαλίες από μέρος του κεχαγιά, να επιβλέψει τα στάδια της παραγωγής και τέλος την ίδια τη συγκομιδή κατά την οποία όχι μόνο είναι παρών, αλλά την αναλαμβάνει ο ίδιος. Τη μετακίνησή του προς τη μάντρα, αναλαμβάνει ο ίδιος ο κεχαγιάς.
Και άμα καμιά φορά είχαμ δ’λειά άμα τρυγούσαμ’ ή θερίζαμ’ κι έπρεπε να έρθ’ και τ’ αφεντικό, μ’ έστελνε ο μπαμπάζιμ μένα μκρό, με τς γαδάρ, με δυο γαδάρ’ να πάρω τ’ αφεντικά να τα πάγω στ’ μάντρα. Στο χωράφ’ δηλαδή, στ’ αλών’, και τα βράδ’ να τς ξαναπάμε πάλι, μη πορπατήσ’νε, δε πορπατούνε. Κάθομναι γω στο κώλο ‘πά στο γάδαρο τ’ αφεντικό ήταν ένας χοντρός άθρωπος και γεμάτος και τον βάζαμ’ ‘πα στο γάδαρο και κάθομνα γω, τι ήμνα εγώ; Κάθομναι γω πίσω στο κώλο στο γάδαρο, αλλά δεν έβλεπα μπροστά να έσκυβα, ήταν χοντρός, σωματώδης, τ’ αφεντικό και δεν έβλεπα μπροστά και λέγω τον μπαμπά μ’ μια μέρα τι τον θέλο’μ τούτο, τι τον βάjζς μπροστά στο σαμάρ’ και δε βλέπω γω; Μη σε νοιάζ’ λέγ ο μπαμπάζιμ άς τον! άμα βρούμε καμιά μέρα κάνα μεγάλο ρ’γιάκ’ θα τον gdήσομ’ μνια να πέσ’ απ το γάδαρο να φύγ’ και να μην μπορεί να βγεί. Κι μια μέρα που παιρνούσαμ’ ‘πο να μεγάλο ρ’γιάκ’ φωνάζω να να εδώ εχ’ ένα μεγάλο ρ’γιάκ’ μπαμπά να το ρίξω μία να φύγ, να πέσ’ πο πάν ‘π’ το γάδαρο,
Το ίδιο συμβαίνει με το ζωικό κεφάλαιο, αν το αφεντικό έχει πρόβατα αναλαμβάνει τη φύλαξη τους και τη φροντίδα ο κεχαγιάς, ενώ την παραγωγή απορροφά κατεξοχήν ο ιδιοκτήτης. Τα πρόβατα αυτά, ονομάζονται ζδεροκέφαλα, ακριβώς γιατί ο αριθμός τους δεν μειώνεται ποτέ: ο κεχαγιάς είναι υποχρεωμένος να τα αντικαθιστά ες αεί από τα δικά του. Όταν λύνεται η συμφωνία ανάμεσα στις δύο κοινωνικές και οικονομικές ομάδες ο κεχαγιάς χωρίζει το ζωικό κεφάλαιο σε δυο κοπάδια μέσα στο στάβλο και το αφεντικό διαλέγει ποιο θα κρατήσει και ποιο θα πάρει ο αποχωρών κεχαγιάς.
…Ε τα διαλέζαν, τα κάναν δύο μερίδες και ήλεγεν διάλεξεν ποιο κοπάδ’ θές, τα χωρίζαν στα δύο ας πούμε. Κατό πρόβατα τά βάζαν πενήντα και πενήντα, κι έλεγεν τ’ αφεντικό ο σύντροφος στ’ αφεντικό όποια πρόβατα θες πάρε, διάλεξε και πάρε. Δεν μπόρjεν να βάλ’ ούλο παλιά στο ένα και ούλο ναι στο άλλο, άμα πάρ’ τα μ’κρά; Δεν ήξερε ποια θα πάρ’, και βάζαν απ’ όλα μέσα. …Με τ’ αφεντικό, με τ’ παρουσία τ’ στο τέλος η μοιρασιά… …Πριν τα τέσσερα χρόνια δεν μπορούσε να τον διώξ’ τ’ αφεντικό το κιαχαγιά πριν τα τέσσερα χρόνια, ο κιαχαγιάς μπόρjεν να φύγ’ ας πούμε και στον ένα χρόνο και στα δύο. Άμα δεν τονάρεσε, μαλώναν, μπόρjεν να φύγ’. Και τς το λέγεν απ’ το χ’μώνα δεκαπέντε Αυγούστου ‘γω θα φύγω τ’ χρόν’ απ’ τα χωράφια τς. Τόλεγε από το χ’μώνα για να βρει και τ’ αφεντικό να πάρ’ άλλον…
Η ζώσα συλλογική μνήμη του κεχαγιά, του βοσκού και γεωργού του λημνιού κάμπου, άμεσα επηρεασμένη από τη βιωμένη εργασιακή εμπειρία τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από το συλλογικό φαντασιακό της ομάδας της οποίας αποτελεί προϊόν: τι θέλω να πω; Κάθε άτομο ανήκει σε μία ευρύτερη ομάδα (εθνική, κοινωνική, κοινοτική, οικογενειακή κλπ), η οποία αναπαράγει ένα δικό της έθος, πρότυπο ζωής ή πρακτικές επιβίωσης στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, και διαμοιράζεται ένα σύνολο από κοινά αφηγηματικά μοτίβα και εμπειρίες, μέσω των οποίων διαπραγματεύεται μία θέση στο παρόν, ένα παρόν που πατώντας στο παρελθόν κοιτά κατάματα το μέλλον.12 Με άλλα λόγια: αν η παραπάνω μου αφήγηση αποτελεί εξολοκλήρου ένα κλειστό και στεγανό σύστημα καλλιέργειας της γης, οι δύο άμεσα εμπλεκόμενες ομάδες, αυτή της ελίτ της γης κι εκείνη του εργατικού δυναμικού, διατηρούν στο δικό μας παρόν μια μνήμη που βασίζεται στην εργασιακή σχέση του ζευγαριού ή του μισιακού.13
Η διαμόρφωση της όποιας άποψης μπορεί να έχει ένας κεχαγιάς προς το αφεντικό ή τη γη της οποίας τη νομή έχει, όχι όμως την κυριότητα και τη μεταβίβαση, αλλά και το αντίθετο, με δρων υποκείμενο το αφεντικό, διαμεσολαβείται από την εργασιακή εμπειρία στα κτήματα.
Με χρονική αφετηρία, χονδρικά ίσως λανθασμένη αλλά εργασιακά απόλυτη, τον 13ο αιώνα14, το μεγαλύτερο μέρος της καλλιεργήσιμης γης, εκμεταλλεύεται με το τεμσάρκο και βασίζεται στο φράγκικο εθιμικό δίκαιο, πράγμα που τόνισε ιδιαίτερα και ο Γεώργιος Μέγας15. Μόλις μετά το 1789 και με τις ευλογίες του εγκυκλοπαιδικού λεξικού του Ισλάμ16, ο όρος κεχαγιάς σημασιοδοτεί τον νομάδα κτηνοτρόφο της ευρύτερης Ασιατικής ηπείρου, και εικάζω ότι μετά το 1840 και τις ευνοϊκές προς τους Λημνιούς κατακτημένους, ρυθμίσεις των σχετικών διαταγμάτων, ο κεχαγιάς ορίζεται όπως τον γνωρίσαμε τη δεκαετία του 1950 και τον ορίσαμε παραπάνω17. Ο κεχαγιάς ήταν εκείνη η κατώτερη κοινωνική και οικονομική ομάδα του νησιού, που, σύμφωνα με τις επίσημες γραπτές πηγές και τις δημοσιευμένες προφορικές μαρτυρίες , φαίνεται επί της ουσίας να παρασιτεί στους πρόποδες της σχετικά νεοανερχόμενης ελίτ.18
Το ταγίν’ τι ήνταν; Κάθε Κεργιακή παγαίναμ’ στα κεράδες δγιό τεργιά χλωρά, κι ένα κουρούπ’ γάλα, δηλαδή τρια κιλά γάλα σχεδόν. Κάθε Κεργιακή ήνταν το ταγίν’. Και ξύλα τς κ’βανούσαμ’ και τα πάντα τς κ’βανούσαμ’. Μας δίναμ’ τα χωράφια κι είχαμ’ τα πρόβατα. Είχαμ’ τα πρόβατα και μας δίναν τα χουράφια. Δεν είχαν κείν’ προβατα, κειν’ gαdαν κεράδες στο Κάστρο.
Η συλλογική τους μνήμη έχει ταυτίσει την ομάδα των αφεντικών με τον μη παραγωγό, τον εκμεταλλευτή και τον ανήθικο, τον εξοβελισταίο από την κοινότητα του: ορίζει το αφεντικό ως τον έτερον, το διαφορετικό, τον Άλλο.19 Βασισμένοι στον δικό τους αξιακό και ιεραρχικό κώδικα προσπαθούν μέσω των αφηγήσεων τους να δικαιολογήσουν την εχθρική τους στάση20 έναντι του αφεντικού και της οικογένειάς του, που χωρίς να μετέχουν έμπρακτα στο παραγωγικό κομμάτι που σχετίζεται άμεσα με τα κτήματα προσπαθούν να απομυζήσουν το υπερπροϊόν που προκύπτει από τη συγκομιδή και την αγγαρευμένη τους εργασία και να το εκμεταλλευτούν με οικονομικά οφέλη.21
Η προφορική ιστορία της ομάδας των κεχαγιάδων, και κατά συνέπεια και των αφεντικών, διεκδικεί μια συνέχεια στο χώρο και το χρόνο του νησιού, μια συνέχεια που τέθηκε υπό διαπραγμάτευση με τη μαζική υπερπόντια μετανάστευση του 1950. Στηριζόμενη στο εθιμικό δίκαιο του νησιού και σε μια φράση –γνωμικό που τείνει να επικαλύψει τις αφηγήσεις των κεχαγιάδων –‘’σπίτι όσο να χωρείς και τόπο όσο να θωρείς’’ –η μνήμη τους επιλέγει εν τω παρόν μας τι θα θυμάται και τι θα λησμονήσει, όχι μόνο με στόχο την επιφανειακή –έστω –κοινοτική τάξη, αλλά κυρίως γιατί οι νεκραναστάσεις του παρελθόντος τους δεν οδηγούν παρά σε αλλεπάλληλα τραύματα της βιωμένης τους εργασιακής μνήμης.22
-Τι να κάμνε αγόρε μ; ιδώ; Ιδώ ήταν φτώχεια. Για δγιε φύγαν κι έρντεν κι λένε πώς ζείτε εδώ; Ρε κοπρόσκ’λα σεις εδώ….ακόμα τα τσερβούλια σας κρέμ’ντεν πίς στ’ μάντρα… έρθεν ο σχωρεμένος ο μπάρμπας ζιμ ου Χαράλαμπος ακόμα αμα πας εδώ στ’ μάντρα τ’ Λάμπρο πόναι η βρύσ’ πέρα δωνα στ Στέλλιας τ’ μάντρα πέρα δεκεί ένααι ακόμα τα τσερβούλια τ’ κι λέγ πώς ζεις ρε αν’ψέ; Ιφτα χλιάρκα γυρεύαν δαν’κά για να φύγ’νε τα παιδιά τς στν Αυστράλια, στν Αμερική στ’ Γερμανία ύστερα δουλεύαν ου μπαμπάς τς και τς τα δίναν που τς χρωστούσαν.
(συνεχίζεται)
Βιβλιογραφία Α’ Μέρους
1 Μπακάλης Β. Χρήστος, Λήμνος: οργάνωση του αστικού χώρου (19ος– 20ος αιώνας) κοινωνικός μετασχηματισμός, μεταναστευτικά δίκτυα και αστικοί ‘αντικατοπτρισμοί’, Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Σχολή Κοινωνικών Επιστημών, Τμήμα Κοινωνιολογίας, Μυτιλήνη, 2007, σ. 252-253.
2 Πετμεζάς Δ. Σωκράτης, ‘‘Αγροτική οικονομία, η αγροτική μεταρρύθμιση του Μεσοπολέμου και η αναζήτηση ενός νέου μοντέλου αγροτικής ανάπτυξης’‘, στο, [συλλογικό], Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, όψεις πολιτικής και οικονομικής ιστορίας 1900-1940, Χατζηιωσήφ Χρήστος (επιμ), Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2009, σ. 341-343.
3 Αναφέρομαι στην γενικότερη άποψη που αναπαριστά τον κεχαγιά ως τον άνθρωπο που ‘’ζει πίσ’ απ’ τα β’να’’, κατά τη φράση των περισσότερων αστικοποιημένων, πλέον, Λημνιών.
4 Τσοποτός Δ.Κ. Γη και Γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την τουρκοκρατίαν, Θεσσαλία,Βόλος, 1912, σ. 122-126.
5 Κοντονάτσιου Δέσποινα, Η διάλεκτος της Λήμνου. Εθνογλωσσική προσέγγιση, Διδακτορική Διατριβή, Φιλοσοφική Σχολή ΑΠΘ , Τμήμα Φιλολογίας,Θεσσαλονίκη, 1988, σ. 142.
6 Για περισσότερα βλ κ Γιαννέλης Γεώργιος –Ραφαήλ, Ανιχνεύοντας εργασιακές σχέσεις, ταυτότητες και μνήμες, το παράδειγμα των κεχαγιάδων στη Λήμνο τον 20ό αιώνα, Φιλοσοφική Σχολή Ιωαννίνων, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιλογίας, Ιωάννινα, 2017, σ. 46-47.
7 Η αρχειακή έρευνα αφορούσε τόσο τον τοπικό τύπο από τα πρώτα τεύχη μέχρι και τη δεκαετία του 1990, ενώ η έρευνα στα ληξιαρχεία του νησιού περιελάμβανε περίπου οκτώ κοινότητες και διεξήχθη τον Νοέμβρη με Ιανουάριο του 2015-2016.
8 Καψιδέλλης Τάσος, Η Λήμνος στον αγώνα του 1821, Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, Αθήνα, 1986, σ. 262-267, όπως επίσης κ Φραγκέλλης Λ. Πάνος, Λήμνος η Φίλτατη, τόμος Δ’ Τουρκοκρατία, Ελεύθερη Σκέψη, Αθήνα, 2000, σ.240-242, 246-248.
9 . Ασδραχάς Ι. Σπύρος, με τη συνεργασία των Καραπιδάκη Ν.Ε., Hering- Κατσιδιάρη Όλγα, Λιάτα Δ. Ευτυχία, Ματθαίου Άννα, Stoianovich Traian , Sivignon Michel, Ελληνική Οικονομική Ιστορία, ΙΕ’- ΙΘ’ αιώνας, τομ. Α’, Π.Ι.Ο.Π., Αθήνα, 2003, σ. 170-172.
10 Κοψίδης Ράλλης, Το τετράδιο του γυρισμού, με ζωγραφιές του ιδίου, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1987, σ. 48-49, επισημαίνω τον τίτλο που δίνει ‘‘ Περί δουλοπαροίκων’‘.
11 Κοψίδης Ράλλης, Το τετράδιο του γυρισμού, με ζωγραφιές του ιδίου, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1987, σ. 48-49, επισημαίνω τον τίτλο που δίνει ‘‘ Περί δουλοπαροίκων’‘.
12 Jenkins Richard, Κοινωνική ταυτότητα, Λυριντζής Χρήστος(εισαγ), Σαββάλας, Αθήνα, 2007, σ. 132-141.
13 Σπυριδάκης Μάνος, Εργασία και κοινωνική αναπαραγωγή στην ναυπηγοεπισκευαστική βιομηχανία του Πειραιά, Παπαζήσης, Αθήνα, 2010, σ. 216.
14 Λαϊου Θωμδάκη Αγγελική, Η αγροτική κοινωνία στην ύστερη βυζαντινή εποχή, Κάσδαγλη Αγλαΐα(μτφ), ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1987, σ. 216- 223, 231-234, 241-245, 260-269.
15 Μέγας Α. Γεώργιος, ‘‘ Η Λαϊκή Οικοδομία της Λήμνου’‘, Λαογραφία Β (1940), σ. 3-29.
16 [συλλογικό] Encyclopédie de l’Islam,Paris, Maisonneuve et Larose, 1960, Vol. 4, pp. 470 (kahya), 926-927 (ketkhuda).
17 Γεροντούδης Ν. Λεωνίδας, Η νήσος Λήμνος, ιστορία- διάλεκτος- λαογραφία, Αθήνα, 1971, σ. 50-57.
18 Φραγκέλλης Λ. Πάνος, Λήμνος η Φίλτατη, τόμος Δ’ Τουρκοκρατία, Ελεύθερη Σκέψη, Αθήνα, 2000, σ. 203-204, 240-242, 246-248.
19 Jenkins Richard, Κοινωνική ταυτότητα, Λυριντζής Χρήστος(εισαγ.), Σαββάλας, Αθήνα, 2007 , σ. 174.
20 Λαμπροπούλου Δήμητρα, Οικοδόμοι, οι άνθρωποι που έχτισαν την Αθήνα 1950-1967, Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2009, σ. 351-365.
21 Ασδραχάς Ι.Σπύρος, Οικονομία και νοοτροπίες,Ερμής, Αθήνα, 1988, σ. 19.
22 Κόκκινος Γιώργος, ‘‘Η δυναμική της μνήμης και της λήθης στη δημόσια σφαίρα και οι νόμοι για τη μνήμη στη Γαλλία’‘, στο, [Συλλογικό] Το τραύμα και οι πολιτικές της μνήμης, τυπολογίες και περιπέτειες της μνήμης, Ταξιδευτής, Αθήνα, 2010, σ. 33-36, αλλά και Βερβενιώτη Τασούλα,’‘ Μνήμες και αμνησίες των αρχείων και των μαρτυριών για τον ελληνικό εμφύλιο’‘, στο, [Συλλογικό], Μνήμες και λήθη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2008, σ. 81-102.
Ένα εξαιρετικό κείμενο από έναν νέο ερευνητή της λημνιακής πολιτισμικής ιστορίας.
Μακάρι να εκδοθεί και εντύπως. Τέτοια κείμενα αξίζει να μένουν και να διαβάζονται.
Μπράβο σας, συνεχίστε!