Κυριάκος Δανιήλ: Η τέχνη έχει ευθύνη, να τέρπει αλλά και να διδάσκει
Στις 18 και 19 Δεκεμβρίου, η Λαϊκή Σκηνή του ΜΕΑΣ «Λήμνος» θα παρουσιάσει στο Κινηματοθέατρο Μαρούλα το έργο «Η Αρχή του Αρχιμήδη», σε σκηνοθεσία του Γιώργου Καριακλή.
Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά σε δύο παραστάσεις που πραγματοποιήθηκαν στο χώρο του Αγροτικού Συνεταιρισμού «Η Ένωση» στις 27 και 28 Αυγούστου 2021, αλλά και στο Φεστιβάλ Ερασιτεχνικών Θιάσων Αιγαίου, που πραγματοποιήθηκε στη Νάξο από τις 16 έως τις 26 Σεπτεμβρίου, αποσπώντας ιδιαίτερα θερμές κριτικές, τόσο για τις ερμηνείες όσο και για την πρωτότυπη μουσική.
Με αφορμή τις δύο παραστάσεις, συζητήσαμε με τον Κυριάκο Δανιήλ, ηθοποιό και έναν εκ των πρωταγωνιστών στη συγκεκριμένη θεατρική παραγωγή, για το έργο, το θέατρο γενικά και το ΜΕΑΣ «Λήμνος» ειδικότερα. Ζητήσαμε την άποψή του για μια σειρά θεμάτων, όπως η επίδραση της πανδημίας στα θεατρικά δρώμενα αλλά και αναφορικά με το πρόσφατο κύμα αποκαλύψεων για περιστατικά παρενόχλησης και κακοποίησης στο χώρο της τέχνης.
Ο Κυριάκος, ο οποίος τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη αλλά πάντα αναζητά ευκαιρίες δραστηριοποίησης στη Λήμνο, μας μίλησε για τα προσωπικά του σχέδια, το ρόλο του στην «Αρχή του Αρχιμήδη», τη συνεργασία με τους υπόλοιπους συντελεστές, ενώ δεν παρέλειψε να σχολιάσει τις συνθήκες μέσα στις οποίες καλείται να ανταπεξέλθει η θεατρική δραστηριότητα στο νησί μας.
Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη:
Πως σε έχει επηρεάσει κοινωνικά και ψυχολογικά η περίοδος της πανδημίας;
Η πανδημία ήταν και είναι μία δύσκολη περίοδος για όλους και ειδικά για τους ανθρώπους που εργάζονται στον χώρο της τέχνης. Για μένα ήταν πολύ δύσκολα, επρόκειτο για μία φυλακή. Φυλακή κοινωνική, καθώς οι επαφές περιορίστηκαν στο ελάχιστο, σχεδόν εκμηδενίστηκαν. Φυλακή ψυχολογική, καθώς όντας κλεισμένος μέσα σε τέσσερις τοίχους, βαλτώνεις, βυθίζεσαι σε απραγία. Και δυστυχώς, το συνηθίζεις.
Το χείριστο πράγμα για την ανθρώπινη ύπαρξη είναι η συνήθεια. Συνηθίσαμε να ακούμε για πόνο, θάνατο και καταστολή παντός τύπου. Βλέπουμε στην τηλεόραση και στο ίντερνετ καθημερινά την κενότητα που διέπει την κοινωνία μας, ενώ συνηθίσαμε να ακούμε για καταστάσεις καταστολής, σεξουαλικής και σωματικής βίας, γυναικοκτονιών, κανιβαλισμούς μεταξύ εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων.
Πραγματικά αυτό είναι το χειρότερο. Η συνήθεια. Συνηθίσαμε να φοβόμαστε. Συνηθίσαμε να μιλάμε με τους φίλους και οικείους μέσα από μια οθόνη κινητού, συνηθίσαμε να καταπίνουμε τα όσα συμβαίνουν γύρω μας, συνηθίσαμε να μην αντιδράμε και συνηθίσαμε να εκφράζουμε σκέψεις και συναισθήματα από τη ρημάδα την οθόνη. Αυτό είναι που μου λείπει. Η πραγματική, εκ του σύνεγγυς επαφή. Μας έλειψαν κυριολεκτικά οι αισθήσεις μας: η αφή, η οσμή, η γεύση, η ακοή και η όραση.
Με τι ασχολείσαι καλλιτεχνικά αυτόν τον καιρό;
Ευτυχώς, την περίοδο αυτή έχουν ανοίξει πολλά καλλιτεχνικά μέτωπα. Πέρα από την παράσταση που συμμετέχω ως ηθοποιός, στην «Αρχή του Αρχιμήδη», έχουμε ξεκινήσει πρόβες για το αστυνομικό έργο του Ρομπέρ Τομά, «Η κόκκος της άμμου», με την Ομάδα μου «Εν Παρόδω» στη Θεσσαλονίκη. Με αυτή την ομάδα έχουμε έρθει δύο φορές για παραστάσεις στη Λήμνο τα προηγούμενα χρόνια και, αν όλα πάνε καλά, ίσως τα καταφέρουμε να έρθουμε ξανά και τη νέα σεζόν.
Παράλληλα, δουλεύω ως θεατρολόγος στο ιδιωτικό σχολείο «Δελασάλ» της Θεσσαλονίκης, όπου και έχουμε ξεκινήσει να δουλεύουμε τον «Πόλεμο της Ωμεγαβήτας» του Ευγένιου Τριβιζά, με τα παιδιά του Δημοτικού, καθώς και το «Όνειρο Θερινής Νυκτός» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ με τα παιδιά του Γυμνασίου.
Έχοντας αρκετά χρόνια εμπειρίας ως παιδαγωγός-σκηνοθέτης σε παιδικό θέατρο, ως υπεύθυνος στο παιδικό θεατρικό εργαστήρι του ΟΕΠΑ του Δήμου Λήμνου, είμαι βέβαιος πως το θέατρο μπορεί να αποτελέσει για τα παιδιά ένα διαστημόπλοιο που βοηθάει να ταξιδέψουν σε άλλους κόσμους, να γνωρίσουν καλύτερα τους γύρω τους, την κοινωνία, να λάβουν αξίες και γνώσεις, μα πάνω απ’ όλα να γνωρίσουν τον ίδιο τους τον εαυτό.
Πως βλέπεις τον αντίκτυπο της πανδημίας στα θεατρικά δρώμενα;
Η πανδημία έπεσε σα βαρύς πέλεκυς πάνω στο χώρο της τέχνης. Για τον άνθρωπο που δουλεύει στον χώρο της τέχνης, το να λαμβάνει ένα επίδομα από το κράτος είναι ανώφελο. Γιατί αυτός ζει και αναπνέει για τη σχέση με το κοινό του. Το έργο τέχνης, όποιο κι αν είναι αυτό, ορίζεται και λαμβάνει ύπαρξη μόνο όταν φιλτράρεται μέσα από τα μάτια του θεατή. Ειδάλλως από έργο τέχνης, εκπίπτει σε ένα απλό έργο χωρίς σημαινόμενα, ένα έργο που δεν μπορεί να συνομιλήσει με κανέναν, και άρα άχρηστο για την κοινωνία.
Μέσα στην πανδημία και κυρίως στα lockdowns, διογκώθηκαν οι φωνές των δημιουργών που δεν είχαν με ποιον να συνομιλήσουν, ποιον να καθοδηγήσουν, ποιον να τέρψουν και να διδάξουν. Δημιουργήθηκε έτσι ένα πνευματικό ασυνεχές, το οποίο βάλτωσε τόσο τους δημιουργούς, όσο και το κοινό. Μία κοινωνία χωρίς πολιτιστική δράση, είναι μια κοινωνία ρομπότ. Όταν ο καλλιτέχνης δεν προσφέρει, δεν συνομιλεί με την κοινωνία, δεν μετουσιώνει την καλλιτεχνική του αντίληψη και δημιουργία, τότε δεν βρίσκει το ρόλο του μέσα σε αυτή. Είναι ένα χαμένο μέλος.
Σε αυτό βοήθησε βέβαια και η απόφαση της Πολιτείας για το κλείσιμο των θεάτρων, των λυρικών και μουσικών σκηνών, των μουσείων και των γκαλερί. Καταλαβαίνω την ανάγκη για τον υγειονομικό έλεγχο της κατάστασης, ωστόσο η απόφαση αυτή επέφερε σοβαρές ρήξεις. Οικονομική πρώτιστα για τους καλλιτέχνες, καθώς και πνευματική για όλους. Όσοι καλλιτέχνες μπόρεσαν, διοχέτευσαν μέρος της καλλιτεχνικής τους δημιουργίας διαδικτυακά, το οποίο όσο ενθαρρυντικό και αν ήταν, επρόκειτο για ένα πυροτέχνημα που ίσως να έκανε περισσότερο κακό παρά καλό.
Από την άλλη, η γενικευμένη απραγία των καλλιτεχνών, οδήγησε με το άνοιγμα της κοινωνίας σε μία πανδαισία καλλιτεχνικών προτάσεων που καταπιέστηκαν τόσο καιρό. Και αυτό είναι το θετικό της υπόθεσης. Ότι οι καλλιτέχνες κατάφεραν να βγουν από τον βούρκο και να προτείνουν έναν δρόμο. Πιο κοινωνικό, πιο άμεσο, που να συνομιλεί με το πνεύμα των καιρών και όχι για γενικές αξίες που αφορούν την ανθρώπινη ύπαρξη.
Ο εγκλεισμός, η αποξένωση, οι ανισότητες, ο ρατσισμός και ο σεξισμός μπήκαν στο μικροσκόπιο και ελέγχονται πιο αυστηρά, με τρόπο ευθύ και επιθετικό. Ταυτόχρονα, το κοινό έδειξε να διψάει για καλλιτεχνικά δρώμενα, για πράγματα που που θα του άρουν την αγωνία και τον φόβο και θα του δείξουν έναν άλλο δρόμο. Ίσως η προσέλευση θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη, ωστόσο ο φόβος του ιού, η απώλεια της σταθερής σχέσης με τον καλλιτέχνη, καθώς και η συνήθεια στα χαμηλού επιπέδου θεάματα δικαιολογούν την τάση αυτή. Πρέπει σιγά σιγά να πετάξουμε τις τηλεοράσεις μας! Να «ξεβολευτούμε»!
Πως αξιολογείς τη συζήτηση που άνοιξε στον καλλιτεχνικό χώρο σχετικά με τα περιστατικά κακοποίησης και παρενόχλησης;
Η συζήτηση που άνοιξε, έπρεπε να έχει ανοίξει δεκαετίες πριν! Η σεξουαλική βία, καθώς και κάθε μορφής βία δεν πρέπει να έχουν θέση σε μια πολιτισμένη κοινωνία. Αυτά είναι δυστυχώς κατάλοιπα του τρόπου που μεγαλώσαμε, καθώς και της αντίληψης που είχαμε για τη γυναικεία φύση. Μεγαλώσαμε λίγο έως πολύ ως «ανατολίτες» και σεξιστές, κάτι που ευτυχώς έχει αρχίσει να αίρεται.
Καλώς ή κακώς, τα πρόσωπα της showbiz που χαίρουν κάποιας αναγνωρισιμότητας είναι πρόσωπα που διαμορφώνουν χαρακτήρες, που αποτελούν πρότυπα και που «εισβάλλουν» στις ζωές μας. Και γι’ αυτό είμαστε (και πρέπει να είμαστε) περισσότερο αυστηροί με αυτά. Γιατί τους έχουμε εμπιστευτεί τον χρόνο μας, την ψυχή μας, τη διασκέδασή μας και έχουμε προσδοκίες από αυτά. Είναι πρόσωπα που οφείλουν να είναι οδηγοί και πρότυπα προς μίμηση και όχι προς αποφυγή.
Δε συμφωνώ με την πεποίθηση πως ένας καλλιτέχνης πρέπει να κρίνεται μόνο από το έργο του. Γιατί το έργο δεν αρχίζει και τελειώνει πάνω σε μία σκηνή, ένα πλατό ή έναν καμβά. Έργο είναι η πορεία του μέσα στον χρόνο και πως αυτό αντικατοπτρίζεται στην κοινωνία. Ο καλλιτέχνης είναι η συμπεριφορά του, οι αξίες που πρεσβεύει και ο αντίκτυπος στην κοινωνία. Δεν επιτρέπονται οι στραβοτιμονιές.
Ωστόσο όλα αυτά που είδαμε είναι η κορυφή του παγόβουνου. Έγιναν φανερά γιατί οι συγκεκριμένοι άνθρωποι χαίρουν αυτής της φήμης. Φαντάσου τι πόνος και τι δυστυχία υπάρχουν γύρω μας. Πόσες οι ανάλογες περιπτώσεις «ανωνύμων» παθόντων που δεν βγαίνουν στο φως. Πόσες ζωές καταστράφηκαν και καταστρέφονται επειδή δεν είχαν το βήμα ή τη δύναμη για να μιλήσουν για αυτά που τους συνέβησαν και συμβαίνουν.
Δυστυχώς, η κοινωνία μας έχει ανάγκη από «μάρτυρες». Υπάρχουν γύρω μας, δίπλα μας. Από διάσημους μέχρι τη γειτόνισσα στο δίπλα διαμέρισμα. Μακάρι το παράδειγμα και το σθένος που βρήκαν αυτοί οι άνθρωποι να μιλήσουν ανοιχτά για το μαρτύριό τους, να γίνουν αφορμή για να μην υπάρξουν περαιτέρω θύματα. Να εξαλειφθεί ο πόνος. Και το κυριότερο: οφείλουμε να μη συνηθίσουμε σε τέτοιες ειδήσεις.
Οφείλουμε να πατάξουμε το κακό από τη ρίζα του. Να αποκτήσουμε επιτέλους την παιδεία της ισότητας, της αυτοδιάθεσης του σώματος και της πάταξης κάθε είδους επιβολής λεκτικής και σωματικής βίας! Πρέπει να γίνουμε πιο αυστηροί: με τους εαυτούς μας, με τους οικείους μας, με τους αγνώστους, καθώς και με τους ίδιους τους νόμους! Πρέπει να φτιάξουμε ένα κόσμο ίσο για όλους. Χωρίς φόβο!
Τι να περιμένει το κοινό από την παράσταση «Η Αρχή του Αρχιμήδη»;
Η «Αρχή του Αρχιμήδη» είναι ένα έργο επίκαιρο. Μιλάει για το τώρα, για την κοινωνία που ζούμε. Αναδεικνύει το ζήτημα της πολιτικής ορθότητας, η οποία αλλάζει στις μέρες μας, καθώς και αυτό του κανιβαλισμού προσώπων και καταστάσεων, χωρίς επισταμένη γνώση επάνω σε αυτά. Στις μέρες μας είναι πολύ εύκολο να καταστρέψεις τη ζωή ενός ανθρώπου. Με το πάτημα ενός κουμπιού. Χωρίς αιδώ, χωρίς επισταμένη εξέταση της κατάστασης. Απλά με ένα «κλικ».
Υπάρχει τόση οργή και αγανάκτηση, τόσα βάσανα καθημερινώς, που οι περισσότεροι από εμάς ψάχνουμε εναγωνίως έναν αποδιοπομπαίο τράγο. Ένα πρόσωπο που ενσαρκώνει την πηγή της δυστυχίας μας, της ανίας μας, της αποξένωσής μας και βάλλουμε κατά πάνω του. Χωρίς να τον γνωρίζουμε, χωρίς να θέλουμε να τον μάθουμε καν. Είναι ο ανοίκειος, ο ξένος, όπου θα του φορτώσουμε τις δικές μας ιδιοτέλειες ή ανικανότητες. Γιατί, πραγματικά, είναι πολύ δύσκολο να δώσουμε την απαραίτητη προσοχή. Κοιτάμε αλλά δεν «βλέπουμε», ακούμε αλλά δεν καταλαβαίνουμε…
Ταυτόχρονα αναδεικνύει το φαινόμενο του φόβου για επικείμενες πράξεις. Οποιεσδήποτε. Και μόνο στην ιδέα πως αυτό που πρόκειται να κάνουμε ενδέχεται να παρεξηγηθεί, μένουμε αδρανείς. Μιλάμε δηλαδή για ένα μετέωρο βήμα ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα, το οποίο επενδύεται με τον φόβο της ένταξης στο χθες ή στο σήμερα.
Πρόκειται λοιπόν για μια παράσταση όπου το κοινό θα «βυθιστεί» στα νοήματα του έργου, θα αγωνιά για την τύχη των ηρώων, που θα ταυτιστεί, θα νευριάσει, θα συμπονέσει και θα κατακεραυνώσει τους χαρακτήρες του. Μακάρι να δει και λίγο τον εαυτό του μέσα απ’ αυτό. Σε ένα θέμα φλέγον και επίκαιρο όσο ποτέ.
Πως είναι να ενσαρκώνεις ένα πρόσωπο που διεκδικεί πότε την υποστήριξη και πότε την απέχθεια του κοινού;
Ο ρόλος του Τζόρντι είναι η επιτομή του αποδιοπομπαίου τράγου. Πρόκειται για μια εκρηκτική προσωπικότητα μεν, η οποία φαίνεται εξ’ αρχής αντιπαθητική στο κοινό λόγω του χαρακτήρα της. Είναι θρασύς, «τσογλάνι», απότομος, καθώς και λίγο σεξιστής στην ιδιωτική του ζωή. Και αυτός ο χαρακτήρας κατηγορείται για παιδοφιλία. Χρειάζεται κάτι παραπάνω για να «κριθεί» ένοχος λοιπόν;
Ωστόσο, αργότερα γίνεται και συμπαθής, παρουσιαζόμενος αρκετά ευαίσθητος, με βαθιά και ειλικρινή αγάπη προς τα παιδιά, μια αγάπη που «παρεξηγείται» στις μέρες μας, που η «αλλαγμένη» κοινωνία δεν δέχεται ως άδολη. Είναι η σύγκρουση του χθες με το σήμερα, της πράξης με τον φόβο που επιφέρει αυτή. Δεν καταλαβαίνω αν είναι αρκετή μία προσωπική συζήτηση σε κλειστές πόρτες μεταξύ φίλων (Τζόρντι και Έκτορα) να χαρακτηρίσει ολόκληρη τη ζωή ή να δικαιολογήσει ενδεχόμενες πράξεις.
Πρέπει να εξετάζουμε ενδελεχώς τις περιστάσεις πριν κρίνουμε ή καταστρέψουμε κάποιον. Δεν θεωρώ ότι ο Τζόρντι έχει στοιχεία του Κυριάκου, ή ο Κυριάκος του Τζόρντι. Ωστόσο είχε και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η ενσάρκωση του χαρακτήρα αυτού. Γιατί ο άνθρωπος είναι αυτός που είναι. Το θέμα είναι πως φιλτράρεται μέσα από τα μάτια, από τις πεποιθήσεις, από τις προκαταλήψεις και τις καταβολές του θεατή. Εκεί καλείται ο θεατής να βγάλει τα συμπεράσματά του. Απόλαυσα πάντως τον ρόλο και μπορώ να πω πως είναι από τους πιο ενδιαφέροντες που έχω ενσαρκώσει.
Πως πήγαν οι μέχρι τώρα παραστάσεις και πως αξιολογείς την απήχηση του έργου;
Δώσαμε δύο παραστάσεις στη Λήμνο, στον χώρο του οινοποιείου της Ένωσης, οι οποίες είχαν εξαιρετική ανταπόκριση από το κοινό. Πολλοί από τους θεατές έμειναν μετά την παράσταση στη συζήτηση που ακολούθησε. Ήταν η πρώτη φορά που έγινε κάτι τέτοιο και δείχνει την ποιότητα της παράστασης. Πραγματικά νιώσαμε πολύ ζεστά και χαρήκαμε πολύ που το κοινό ήρθε εν μέσω πανδημίας να παρακολουθήσει ένα τέτοιο έργο.
Αργότερα παίξαμε στη Νάξο, στη Συνάντηση Ερασιτεχνικών Θιάσων Αιγαίου. Η παράσταση απέσπασε εξαιρετικά σχόλια τόσο για το θέμα της, όσο και για τη σκηνική της παρουσίαση, χαρακτηριζόμενη ως μία από τις καλύτερες παραστάσεις του Φεστιβάλ. Πραγματικά είναι ιδιαίτερα τιμητικά αυτά τα λόγια, τα οποία αντικατοπτρίζουν τη σκληρή δουλειά που γίνεται στις τάξεις του Συλλόγου.
Πως ήταν η συνεργασία με το σκηνοθέτη και την υπόλοιπη ομάδα των ηθοποιών;
Η συνεργασία μεταξύ των συντελεστών ήταν άψογη. Ο σκηνοθέτης, Γιώργος Καριακλής, είχε σχεδιάσει απ’ την αρχή την πορεία της παράστασης. Επέλεξε προσεκτικά τους συνεργάτες του και κινήθηκε με μεθοδικότητα. Ξεκινήσαμε πρόβες τον Μάιο και δουλεύοντας εντατικά μέσα στο καλοκαίρι, ανεβάσαμε την παράσταση στα τέλη Αυγούστου.
Προσεγγίσαμε το κείμενο λέξη-λέξη, δουλέψαμε ταυτόχρονα το πίσω κείμενο και προσπαθήσαμε να παρουσιάσουμε ενώπιον του κοινού ζωντανούς ανθρώπους, όχι τυποποιημένα πρόσωπα. Νομίζω τα καταφέραμε. Με σκληρή δουλειά. Εξαιρετική σκηνοθεσία και πραγματικά άψογες ερμηνείες.
Ο Θανάσης Τζάνερος ως Έκτωρ (φίλος και συνάδελφος του Τζόρντι), η Λουκία Κρασσά ως Άννα (προϊστάμενη του Τζόρντι και του Έκτωρ), καθώς και ο Αλέξης Ρίζος ως Νταβίντ (πατέρας ενός παιδιού που έρχεται στο κολυμβητήριο), αναδεικνύουν τις συγκρούσεις που υφίστανται μέσα σε μια κοινωνία. Τη διάσταση του θέλω με το πρέπει, της εμπιστοσύνης και του φόβου.
Εξαιρετική και η πρωτότυπη και ζωντανή μουσική του Δημήτρη Μαυράκη, η οποία δίνει άλλο τόνο στην παράσταση, περισσότερο εσωτερικό. Κι ακόμα, οι φωτιστικές επιλογές του Θύμιου Γουδέλλη και του Ντόντσο Μίτρε, οι μουσικές επιλογές του Δημήτρη Μπιργιώτη, τα σκηνικά της Έλσας Λιάκη, το φροντιστήριο της Σούλας Καριακλή. Πράγματι, έγινε μια εξαίρετη και μεθοδικότατη δουλειά από όλους.
Η Λαϊκή Σκηνή του ΜΕΑΣ συμπληρώνει πάνω από 4 δεκαετίες ζωής. Ποιες είναι οι δυνατότητες, οι στόχοι και οι δυσκολίες για μια νησιώτικη θεατρική ομάδα;
40 κιόλας;; Φαντάσου τι σημαίνει αυτό για την πολιτιστική ζωή του νησιού. Πόσο έχει προσφέρει αυτός ο Σύλλογος, πόσο έχει επιμορφώσει το λημνιακό κοινό. Από τη Μύρινα, έως το πιο απομακρυσμένο χωριό, έχει καταφέρει να εμφυσήσει τη θεατρική τέχνη παντού. Δεν είναι και λίγο…
Ο Σύλλογος αυτός έχει τεράστιες δυνατότητες και μέλη ικανότατα για να συνεχίσει να προσφέρει πολιτισμό στο νησί. Αγγίζοντας ποικίλες πτυχές του πολιτισμού διαθέτει τμήμα θεάτρου, ραδιοφώνου, παραδοσιακών χορών και σκακιού, επιχειρεί να φέρει σε επαφή το λημνιακό κοινό με την τέχνη. Για μια καλύτερη Λήμνο για όλους… Αξίζει να σημειωθεί πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι το κάνουν αμισθί, θυσιάζοντας από τον προσωπικό τους χρόνο για τον εκπολιτισμό της Λήμνου. Μόνο συγχαρητήρια οφείλουν να δοθούν σε αυτή την κίνηση.
Οι δυσκολίες του εγχειρήματος αυτού είναι υπερβολικά πολλές. Αρχικά, να βρεθούν οι «ερασιτέχνες» εθελοντές ηθοποιοί (όχι και εύκολο γεγονός), οι οποίοι να θέλουν (και να μπορούν) να διαθέσουν τον χρόνο τους. Έπειτα να συντονιστούν όλοι αυτοί και να βρεθούν κοινές ώρες και ημέρες για να κάνουν τις πρόβες τους. Γενικά η ερασιτεχνική θεατρική δραστηριότητα χρειάζεται αμοιβαίες «θυσίες».
Μία θεατρική Ομάδα, για να επιβιώσει, οφείλει να πληροί ορισμένες προδιαγραφές. Να έχει έναν κατάλληλο και εξοπλισμένο θεατρικό χώρο, στον οποίο να μπορεί να κάνει τις πρόβες της, ακόμα και να κάνει παραστάσεις εκεί. Ο χώρος αυτός δεν υπάρχει, δημιουργώντας πολλά προβλήματα. Οι περισσότερες παραστάσεις δίνονται στο Κινηματοθέατρο «Μαρούλα», το οποίο όμως είναι συνέχεια «κλεισμένο» τα Σαββατοκύριακα για κινηματογραφικές προβολές, με αποτέλεσμα οι υπόλοιπες πολιτιστικές εκδηλώσεις να «πρέπει» να γίνουν μεσοβδόμαδα.
Αυτό αυτόματα μειώνει την προσέλευση του κοινού (καθώς η μεγαλύτερη μερίδα του αδυνατεί να παρακολουθήσει τέτοια θεάματα καθημερινές ημέρες). Ταυτόχρονα η μεγάλη πολιτιστική δραστηριότητα του νησιού δημιουργεί πρόβλημα, καθώς όλες αυτές οι πολιτιστικές ομάδες, επιθυμούν την παραχώρηση του «Μαρούλα», με αποτέλεσμα να μειώνεται ο χρόνος παραχώρησής του από τους αρμόδιους για τις εκάστοτε πολιτιστικές απόπειρες.
Πως αξιολογείς το ενδιαφέρον του κοινού της Λήμνου για το θέατρο;
Ο ΜΕΑΣ «Λήμνος» έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα πραγματικά θεατρόφιλο κοινό στη Λήμνο. Κι αυτό είναι κατόρθωμα. Αν και είχε δημιουργήσει ένα κοινό το οποίο (σχεδόν αποκλειστικά) επιζητούσε την κωμωδία, πλέον το θεατρόφιλο κοινό της Λήμνου «απαιτεί» θεατρικά έργα όλων των δραματικών ειδών. Απαιτεί ποικιλία και ποιότητα. Ό, τι σπέρνεις, θα θερίσεις. Εμείς αυτή τη στιγμή θερίζουμε την προσπάθεια του ΜΕΑΣ, 40 χρόνια τώρα. Ας είμαστε περήφανοι γι’ αυτό.
Έχει η θεατρική δραστηριότητα τη στήριξη που της αξίζει; Πως μπορούν οι φορείς του νησιού να ενισχύσουν περαιτέρω τις προσπάθειες;
Θεωρώ πως το θέατρο δεν έχει τη στήριξη που του αξίζει, ιδιαίτερα από τη Δημοτική Αρχή. Αποδεδειγμένα, το θέατρο του ΜΕΑΣ είναι η μακροβιότερη πολιτιστική δραστηριότητα σήμερα. Και αντ’ αυτού δεν έχει κάποιον δικό του χώρο.
Υπάρχει βέβαια η παραχώρηση του κτηρίου της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών στο λιμάνι της Μύρινας, η οποία καλύπτει τη λειτουργία των τμημάτων του Συλλόγου, αλλά όχι τις παρουσιάσεις των τμημάτων αυτών. Ταυτόχρονα, η δυσκολία παραχώρησης του κινηματοθεάτρου «Μαρούλα», καθώς και η δυνατότητα για μόλις 1 πρόβα πριν τις παραστάσεις, δυσχεραίνει οποιαδήποτε προσπάθεια.
Πρέπει να δημιουργηθούν νέοι χώροι, αμιγώς καλλιτεχνικοί, που να καλύπτουν τη θεατρική προσπάθεια, καθώς αυτή υπόσχεται συνέχεια νέες συγκινήσεις, νέα νοήματα. Πρέπει να επενδύσουμε στο θέατρο, στην τέχνη. Γιατί αυτό μιλάει για τις αιώνιες και τις σύγχρονες αγωνίες.
Όπως λέει ο Γιώργος Θεοτοκάς «τέχνη είναι η αγωνία της ψυχής υψωμένη εις το άπειρον». Και η τέχνη έχει ευθύνη. Όχι μόνο να τέρπει, αλλά και να διδάσκει. Ας την βοηθήσουμε όλοι.
Συνέντευξη: Γιάννης Χατζηχαραλάμπους